- ανούσιος
- -α, -ο (AM ἀνούσιος, -ον) [ουσία]1. (για φαγητά) αυτός που δεν έχει ευχάριστη γεύση, ο άνοστος2. (για ανθρώπους και λόγια) ο ανόητος, εκείνος που δεν προκαλεί ευχαρίστησημσν.αυτός που δεν μπορεί να επιδράσει πάνω στην ύληαρχ.-μσν.ο εκτός πραγματικότητας, ο ουσιαστικά ανύπαρκτος.
Dictionary of Greek. 2013.